Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Bob Marley: η αιώνια Φωνή

«Απελευθερώστε τον εαυτό σας από την σκλαβιά του νου. Μόνο εμείς μπορούμε να αποδεσμεύσουμε το μυαλό μας»



Σαν σήμερα, στις 6 Φεβρουαρίου του 1945, γεννήθηκε ο Μπομπ Μάρλει, ή Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ, όπως ήταν κανονικά το όνομά του. Ο Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης και κιθαρίστας της reggae άφησε το στίγμα του τόσο στη γενιά του όσο και στις μετέπειτα. Ποιος ήταν όμως ο Μπομπ Μάρλει;
Ένα αφιέρωμα δεν μπορεί να χωρέσει τη ζωή του και ό,τι έμαθε στους ανθρώπους που τον ακούν, αλλά ίσως κάνει κάποιους να ακούσουν σήμερα τα τραγούδια του και ίσως μάθει στους νεότερους να τον ακούν.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΡΛΕΙ:

Η μητέρα του, Σιντέλα Μάλκομ, ήταν μόλις 19 χρονών όταν γεννήθηκε ο γιος της. Ο πατέρας του, Νόρβαλ Σινκλέρ Μάρλεϊ, ήταν 60 χρονών. Ο δεσμός τους ήταν ιδιαίτερος.
Εκτός από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, το ζευγάρι αντιμετώπιζε κοινωνικά προβλήματα. Ο Νόρβαλ ήταν λευκός, Βρετανός πεζοναύτης που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Τζαμάικα και δούλευε ως επιστάτης της φυτείας στο χωριό Νάιν Μάιλ, που γεννήθηκε ο Μπομπ.
Η Σιντέλα ήταν μαύρη, γεννημένη στο Νάιν Μάιλ της Τζαμάικας. Η οικογένειά της είχε μία μικρή φάρμα στο χωριό και ο πατέρα της, εκτός από αγρότης, είχε και κάποιες γνώσεις ιατρικής που τον καθιστούσαν πολύ σημαντική προσωπικότητα για το χωριό.
Ο γάμος του 60χρονου Βρετανού Νόρβαλ και της 18χρονης Τζαμαϊκανής τελέστηκε το 1944. Ένα χρόνο μετά, γεννήθηκε ο Μπομπ Μάρλεϊ. Κανείς δεν τον αποκαλούσε «Μπομπ». Αυτό έγινε μετά από πολλά χρόνια.
Πολλά χρόνια μετά, όταν χρειάστηκε να βγάλει διαβατήριο για να ταξιδέψει στο εξωτερικό, ο υπεύθυνος διαβατηρίων είδε το όνομα «Νέστα» και σχολίασε ότι ήταν κοριτσίστικο. Γι’ αυτό άλλαξε τη σειρά των ονομάτων και στο διαβατήριο έγραψε «Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ». Έκτοτε ο τραγουδιστής συστηνόταν ως Μπομπ. 
Ο Μπομπ Μάρλεϊ, είχε πρόβλημα με το χρώμα του. Εξαιτίας του λευκού πατέρα του, το δέρμα του Μπομπ είχε πιο ανοιχτή απόχρωση συγκριτικά με τους υπόλοιπους Τζαμαϊκανούς  και ο κόσμος τον αποκαλούσε «Γερμανό». 
Όταν ήταν μικρός, ο χαρακτηρισμός ενοχλούσε τον Μπομπ γιατί τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Η σύζυγος του, Ρίτα, είχε δηλώσει:  «Όταν ήταν μικρός, ο Μπομπ έβαφε το πρόσωπό του με φούμο, για να φαίνεται πιο μαύρος».
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο γάμος του Νόρβαλ με μία νεαρή Τζαμαϊκανή δεν έγινε εύκολα αποδεκτός.
Η οικογένειά του τον πίεζε να εγκαταλείψει τη γυναίκα και το παιδί του. Όπως ήταν αναμενόμενο ο Νόρβαλ υπέκυψε στις πιέσεις και έμεινε μακριά τους.
Όσο ζούσε, τους στήριζε οικονομικά, αλλά δεν είχε ουσιαστική συμμετοχή στη ζωή του Μπομπ.
Ο πατέρας του Μπομπ πέθανε το 1955 από καρδιακή προσβολή. Η Σιντέλα τον περιέγραψε ως ένα πολύ τρυφερό άνθρωπο, που τους αγαπούσε πολύ.
Ο Μπομπ ως παιδί βιώσε έντονα τον ρατσισμό. Αλλά δεν πτοήθηκε. Όπως ο ίδιος είχε πει: « Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στην μαύρη, ούτε στην λευκή. Είμαι στου Θεού την πλευρά, Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από την μαύρη και την λευκή».
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ:
Μετά το θάνατο του πατέρα του Νόρβαλ, η Σιντέλα και ο Μπομπ μετακόμισαν στο Κίνγκστον, την πρωτεύουσα της Τζαμάικα.
Αναγκάστηκε να μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίζει τον εαυτό του από παλικαρισμούς που τον είχαν σαν στόχο λόγω της καταγωγής και του αναστήματος του (1.63 μ. ύψος). Κέρδισε τελικά φήμη για τη φυσική του δύναμη και το ψευδώνυμο «Tuff Gong».
Ο Μάρλεϊ έγινε φίλος με τον Neville "Bunny" Livingston (αργότερα γνωστός ως Bunny Wailer), με τον οποίο ξεκίνησε να παίζει μουσική. Παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και ξεκίνησε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα σιδεράδικο. Στον ελεύθερο χρόνο του, αυτός και ο Livingston έπαιζαν μουσική με τον Joe Higgs, ένα τοπικό τραγουδιστή που είχε ασπαστεί τον Ρασταφαριανισμό και θεωρείται από πολλούς μέντορας του Μάρλεϊ. Σε μια τέτοια συνεύρεση με τον Higgs και τον Livingston ο Μάρλεϊ γνώρισε τον Peter McIntosh (αργότερα γνωστό ως Peter Tosh), με τον οποίο είχαν κοινές μουσικές φιλοδοξίες.
ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ:
Η οικογένεια του Νόρβαλ είχε σταματήσει να τους στέλνει χρήματα και οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Η Σιντέλα δούλευε ως καθαρίστρια και έκανε όποια άλλη μικροδουλειά μπορούσε να βρει. Έκανε τα αδύνατα δυνατά για να εξασφαλίσει φαγητό και ρούχα για το γιο της.
Μία μέρα του αγόρασε καινούρια παπούτσια, γιατί τα παλιά είχαν τρυπήσει. Ο Μπομπ τα φόρεσε και έφυγε για το σχολείο. Μετά το μάθημα, πήγε να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του και γύρισε πολύ αργά στο σπίτι.
Η Σιντέλα τον περίμενε, έξαλλη με την αργοπορία του. Όταν μπήκε μέσα ο Μπομπ, η Σιντέλα παρατήρησε ότι τα ολοκαίνουργια παπούτσια του είχαν σκιστεί και ήταν γεμάτα χώματα. Ήταν η πρώτη φορά που του τις «έβρεξε». Μέχρι τότε η δυνατή φωνή της ήταν αρκετή για να «κατσαδιάσει» τις αταξίες του, αλλά εκείνο το βράδυ η Σιντέλα είχε θυμώσει πολύ.
Το επόμενο πρωί, η Σιντέλα έφυγε για τη δουλειά της και ο Μπομπ πήγε στο σχολείο με τα σκισμένα παπούτσια. Όταν γύρισε η Σιντέλα το βράδυ, την περίμενε μία ευχάριστη έκπληξη.
Ο Μπομπ είχε καθαρίσει όλο το σπίτι, για να απολογηθεί για την αταξία του. Είχε γυαλίσει το πάγκο της κουζίνας, είχε καθαρίσει τα τζάμια, το μπάνιο, τα υπνοδωμάτια. 
Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ:
Το 1962 ο Μάρλει κάνει την πρώτη του μουσική απόπειρα με τα πρώτα του δύο singles, “Judge Not” και “One Cup of Coffee”, με έναν τοπικό παραγωγό, Leslie Kong. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν από την εταιρία Beverley με το ψευδώνυμο Μπόμπι Μάρτελ, ελκύοντας ελάχιστο ενδιαφέρον. Τα ίδια τραγούδια επανακυκλοφόρησαν σε μια μεταθανάτια συλλογή με την δουλειά του Μάρλεϊ, ”Songs of Freedom”

Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές reggae), με την ονομασία «The Teenagers». Μετά από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία «The Wailers».

H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίζει με τη γυναίκα του, Ρίτα Άντερσον, στο σπίτι της πεθεράς του στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία Ντιπόν και την αυτοκινητοβιομηχανία Κράισλερ.

Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί για να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που
έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.

Από το 1968 έως το 1972 οι Wailers ξαναηχογράφησαν κάποια από τα παλιά τους κομμάτια, εμπορικοποίησαν τον ήχο τους και χτύπησαν τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών.

Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «Catch A Fire» (Stir It Up, Kinky Reggae). Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το «Burnin’» με τραγούδια όπως τα «Get Up, Stand Up» και το «I shot the Sheriff», που έγινε παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϊ».


Το 1974 οι Wailers διαλύθηκαν, λόγω διαφωνιών. Οι Λίβινγκστον και Μάκιντος ακολούθησαν σόλο καριέρα, ο πρώτος ως Μπάνι Γουέιλερ και ο δεύτερος ως Πίτερ Τος. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως Μπομπ Μάρλεϊ και Wailers με μουσικούς, όπως οι αδελφοί Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο «I Threes», που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.
Το 1975 συντελέστηκε η διεθνής αναγνώριση του Μάρλεϊ, έξω από τα όρια της Τζαμάικα, με την επιτυχία του τραγουδιού "No Woman, No Cry" από το άλμπουμ «Natty Dread». Ακολούθησε το ακόμα πιο επιτυχημένο άλμπουμ,» Rastaman Vibration» (1976), το οποίο παρέμεινε τέσσερις εβδομάδες στα Top Ten στις ΗΠΑ.

Τον Δεκέμβριο του 1976 δύο μέρες πριν το Smile Jamaica, μια ελεύθερη συναυλία που οργάνωσε ο Πρωθυπουργός της Τζαμάικας Μάικλ Μάνλεϊ για να κατευνάσει τα πνεύματα μεταξύ δύο πολιτικών παρατάξεων, ο Μάρλεϊ, η γυναίκα του και ο μάνατζερ του Don Taylor δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από άγνωστο στο σπίτι των Μάρλεϊ. Ο Taylor τραυματίστηκε στα πόδια και η γυναίκα του Μάρλεϊ Rita στο κεφάλι σοβαρά, αργότερα ανάρρωσαν. O Μπομπ Μάρλεϊ τραυματίστηκε ελαφρώς στο στήθος και στο βραχίονα. Η επίθεση έγινε λόγω πολιτικής του ανάμιξης, επειδή πολλοί θεώρησαν ότι η συναυλία ήταν στην πραγματικότητα μια στρατηγική ανάκαμψης του Μάνλεϊ. Παρ' όλα αυτά, η συναυλία πραγματοποιήθηκε και τραυματισμένοι ο Μάρλεϊ, χωρίς την κιθάρα του, και η Rita, με επιδέσμους στο κεφάλι, εμφανίστηκαν όπως είχε προγραμματιστεί.
Ο Μάρλεϊ, το 1976, άφησε την Τζαμάικα και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου ηχογράφησε τα άλμπουμ «Exodus» και «Kaya». Το» Exodus»  έμεινε στα βρετανικά charts για 56 συνεχείς εβδομάδες. Συμπεριελάμβανε τέσσερα singles: "Exodus", "Waiting In Vain", "Jamming" και το "One Love", μια διασκευή του "People Get Ready" του Curtis Mayfield. Τότε ήταν που συνελήφθη με κατηγορίες για κατοχή μικρής ποσότητας κάνναβης ενώ ταξίδευε στο Λονδίνο.

Το 1978, ο Μάρλεϊ εμφανίστηκε σε άλλη μια πολιτική συναυλία στη Τζαμάικα, το «One Love Peace Concert», σε μια ακόμη προσπάθεια να εξευμενίσει τις σχέσεις των μαχόμενων κομμάτων. Προς το τέλος την συναυλίας, μετά από παράκληση του Μάρλεϊ, ο Μάνλεϊ και ο πολιτικός του αντίπαλος, Edward Seaga, ανέβηκαν και αντάλλαξαν χειραψία επάνω στη σκηνή.
Μέχρι το θανατό του ακολούθησαν και άλλα άλμπουμ με τεράστια επιτυχία. Το «Confrontation»  (1983) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του και περιείχε υλικό από ηχογραφήσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του Μάρλεϊ, συμπεριλαμβάνοντας το "Buffalo Soldier" και νέες μίξεις παλιών singles που κυκλοφορούσαν μόνο στη Τζαμάικα.

Η ΦΥΛΑΚΗ:
Κάποτε ο Μάρλεϊ συνελήφθη για κατοχή μαριχουάνας και πέρασε έναν μήνα στη φυλακή. Αυτό το διάστημα του ήταν αρκετό για να συνάψει άριστες σχέσεις με πολλούς κρατούμενους, οι οποίοι τον ενθάρρυναν να γράψει τραγούδια με ισχυρά πολιτικά μηνύματα.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ:

Το 1977 τραυμάτισε δάχτυλο του ποδιού του παίζοντας ποδόσφαιρο Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του, καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.
Ο καρκίνος εξαπλωνόταν γρήγορα. Ο Μάρλεϊ έδωσε την τελευταία του συναυλία το 1980 στο Πιτσμπουργκ. Στην κυριολεξία ένα βήμα πριν πεθάνει κάλεσε ένα διάσημο Γερμανό γιατρό προκειμένου να τον θεραπεύσει. Μάταια ο καρκίνος βρισκόταν στο τελικό στάδιο και ο Ο Μπόμπ Μάρλεϊ πέρασε στην Αιωνιότητα 11 Μαΐου 1981.Η ημερομηνία γέννησης του τιμάται ως εθνική εορτή στη Τζαμάικα.
Υπάρχουν πολλές θεωρίες συνωμοσίας γύρω από τον θάνατο του Μπομπ Μάρλεϊ. Στην πιο δημοφιλή από αυτές, εμπλέκεται και ο Νιλ Μπους, αδερφός του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους Τζούνιορ. Σύμφωνα με τις φήμες, ο Νιλ Μπους εμφανίστηκε ως ρεπόρτερ του περιοδικού «Ρόλινγκ Στόουν» και χάρισε στον Μπομπ ένα ζευγάρι παπούτσια, στα οποία υπήρχε τοξικό χάλκινο σύρμα και μόλυνε τον τραγουδιστή. Κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ποτέ.
Οι τελευταίες λέξεις του Μπομπ προς τον γιο του Ζίγκι ήταν:  «Τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν ζωή». Τρανή απόδειξη η τεράστια περιουσία του Τζαμαϊκανού θρύλου, που ξεπερνάει τα 130 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ πέθανε 36 χρονών, στις 11 Μαΐου του 1981.

Ο Marley παραμένει ο πιο γνωστός και σεβαστός καλλιτέχνης της reggae μουσικής. Είναι ο άνθρωπος που βοήθησε να εξαπλωθεί η μουσική της Τζαμάικα σε ένα παγκόσμιο κοινό. Είναι ο άνθρωπος που απαντά όσο ποτέ άλλοτε στη σημερινή εποχή. Είναι ο άνθρωπος που τα τραγούδια του μας φτιάχνουν τη διάθεση και μας δείχνουν το δρόμο όταν χανόμαστε. 

Πηγές: http://www.mixanitouxronou.gr/bob-marlei-i-pediki-ilikia-stin-tzamaika-otan-fonazan-germano-an-ke-o-pateras-tou-itan-lefkos-alla-vretanos/#sthash.uW4RbZGS.dpbs
http://kinimalaou.blogspot.gr/2013/05/32.html
http://www.mixanitouxronou.gr/deka-agnostes-istories-apo-ti-zoi-tou-m/#sthash.UVdmtcts.zgLio6Yk.dpbs
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%BF%CE%BC%CF%80_%CE%9C%CE%AC%CF%81%CE%BB%CE%B5%CF%8A






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Paraísos Artificiais: Μια πολύχρωμη παράνοια"

«Paraísos Artificiais» ή αλλιώς «Τεχνητοί Παράδεισοι». Πρόκειται για μια βραζιλιάνικη ταινία με σκηνοθέτη τον Marcos Prado και πρωταγωνιστές τη Nathalia Dill στο ρόλο της Έρρικα και τον Luca Bianchi στο ρόλο του Νάντο.  Όλα ξεκινούν σε μια παραδεισένια παραλία στη βορειοανατολική Βραζιλία, όπου γίνεται ένα τεράστιο μουσικό ψυχεδελικό φεστιβάλ. Η ταινία παρουσιάζει ένα κομμάτι των εμπειριών που έζησε το rave κίνημα μέσα από τη trance μουσική, τα ναρκωτικά και το σεξ.  Οι ζωές των δυο πρωταγωνιστών του Nάντο και της Dj Έρρικα, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, ενώνονται από ένα χαοτικό παιχνίδι της μοίρας. Η συνάντησή τους αλλάζει τις ζωές τους για πάντα.  Η ταινία πραγματεύεται το σκοτεινό κόσμο της ψυχεδέλειας και των ναρκωτικών. Η Έρρικα μέσα από τη δοκιμή ενός ναρκωτικού, την «τελετή του πεγιότ», μια τελετή των Ινδιάνων για την αυτογνωσία έρχεται αντιμέτωπη με τους μεγαλύτερους φόβους της και καταφέρνει να τους αντιμετωπίσει. Όταν τους ξεπερνά καλείται να αντιμετωπίσει την πρ

Άλλο ένα ποίημα του Pablo Neruda

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.  Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι' αστροφεγγιά απόψε και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη ». Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει. Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Την αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη. Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό. Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.  Πώς να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της. Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ. Θα νιώθω ότι την έχω χάσει. Θ' ακούω την απέραντη νύχτα, την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην. Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι. Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη εκείνηνε δεν την αγγίζει;. . . Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου. Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακρ

Το όνειρο (Pablo Neruda)

Περπάταγα στην αμμουδιά κι αποφάσισα να σ' αφήσω. Πατούσα μια μαύρη λάσπη που τρεμούλιαζε, κι όπως βούλιαζα και ξανάβγαινα πήρα την απόφαση να φύγεις από μέσα μου, με βάραινες σαν πέτρα κοφτερή, και σχεδίασα το χαμό σου βήμα βήμα: θα έκοβα τις ρίζες σου, θα σ' αμόλαγα στον άνεμο μόνη. Αχ εκείνο το λεπτό, καρδιά μου, ένα όνειρο με τα τρομερά φτερά του σε σκέπαζε. Ένιωθες να σε καταπίνει η λάσπη, και με φώναζες κι εγώ δεν ερχόμουν, και χανόσουν, ακίνητη, ανυπεράσπιστη μέχρι που πνίγηκες μέσα στο στόμα της άμμου. Έπειτα η απόφασή μου συνάντησε το όνειρό σου, κι από το χωρισμό που μας έσκιζε την ψυχή, αναδυθήκαμε καθαροί ξανά, γυμνοί, αγαπώντας ο ένας τον άλλον δίχως όνειρο, δίχως άμμο, ακέραιοι και ακτινοβολώντας, σημαδεμένοι από τη φωτιά.